μαρτυρόμενος

μαρτυρόμενος
μαρτῡρόμενος , μαρτύρομαι
call to witness
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρτύρομαι — (Α) [μάρτυς] 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, καλώ κάποιον για μαρτυρία (α. «γαῑαν καὶ θεοὺς μαρτύρομαι», Ευρ. β. «μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῡ ξείνου πεπονθὼς εἴη», Ηρόδ.) 2. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, σε αντιδιαστολή με το λέγω απλώς 3. αναφέρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”